Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

πάνδεινα < παν- + δεινά

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πάνδεινα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

υπέφερε τα πάνδεινα μετά το θάνατο των γονιών της

  Μεταφράσεις επεξεργασία