πάνδεινα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπάνδεινα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- όλων των ειδών τα δεινά, πολύ μεγάλες συμφορές και δοκιμασίες
- υπέφερε τα πάνδεινα μετά το θάνατο των γονιών της
πάνδεινα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό