πάγχυ
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίρρημα
επεξεργασίαπάγχυ (στην ιωνική αντί του πάνυ)
- πάγχυ τε ἐλπίσας καταλύσειν τὴν Κύρου βασιληίην (:παντελώς βέβαιος ότι θα καταλύσει το βασίλειο του Κύρου)
- νῦν δ᾽ αὖ καὶ πολὺ μεῖζον, ὃ δὴ τάχα οἶκον ἅπαντα πάγχυ διαρραίσει, βίοτον δ᾽ ἀπὸ πάμπαν ὀλέσσει (:τώρα ήρθε κι άλλο πολύ χειρότερο κακό που άμεσα θα καταστρέψει εντελώς τα πάντα στον οίκο μου και θα γίνει αιτία να χαθεί όλο το βιος μου -Οδυσ.2.39)
- πάγχυ σφέας καταδόξαντες εἶναι κλῶπας.... (:εντελώς πεπεισμένοι ότι επρόκειτο για κλέφτες