σφέας
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία
Κλιτικός τύπος αντωνυμίας
επεξεργασία
σφέας
- ασυναίρετος τύπος της αιτιατικής πληθυντικού της προσωπικής αντωνυμίας γ' προσώπου (μόνον πληθυντικού) σφεῖς - συνηρημένος τύπος σφᾶς
→ δείτε τη λέξη σφεῖς