ούτω
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ούτω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική οὕτω
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈu.to/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ού‐τω
Επίρρημα επεξεργασία
ούτω
Άλλες μορφές επεξεργασία
Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ούτω
|