οχλοκρατούμαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- οχλοκρατούμαι < ελληνιστική κοινή ὀχλοκρατέομαι[1] < ὀχλοκρατία < αρχαία ελληνική ὄχλος + κράτος
Ρήμα
επεξεργασίαοχλοκρατούμαι
- (σπάνιο, πολιτική) (για χώρα κ.λπ.) υφίσταμαι οχλοκρατία, χειραγωγούμαι από όχλο
Μεταφράσεις
επεξεργασία οχλοκρατούμαι
|
- ↑ οχλοκρατούμαι - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.