χειραγωγούμαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαχειραγωγούμαι
- παθητική φωνή του ρήματος χειραγωγώ
Κλίση
επεξεργασία Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | χειραγωγούμαι | χειραγωγούμουν | θα χειραγωγούμαι | να χειραγωγούμαι | ||
β' ενικ. | χειραγωγείσαι | χειραγωγούσουν | θα χειραγωγείσαι | να χειραγωγείσαι | ||
γ' ενικ. | χειραγωγείται | χειραγωγούνταν | θα χειραγωγείται | να χειραγωγείται | ||
α' πληθ. | χειραγωγούμαστε | χειραγωγούμασταν χειραγωγούμαστε |
θα χειραγωγούμαστε | να χειραγωγούμαστε | ||
β' πληθ. | χειραγωγείστε | χειραγωγούσασταν χειραγωγούσαστε |
θα χειραγωγείστε | να χειραγωγείστε | χειραγωγείστε | |
γ' πληθ. | χειραγωγούνται | χειραγωγούνταν | θα χειραγωγούνται | να χειραγωγούνται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | χειραγωγήθηκα | θα χειραγωγηθώ | να χειραγωγηθώ | χειραγωγηθεί | ||
β' ενικ. | χειραγωγήθηκες | θα χειραγωγηθείς | να χειραγωγηθείς | χειραγωγήσου | ||
γ' ενικ. | χειραγωγήθηκε | θα χειραγωγηθεί | να χειραγωγηθεί | |||
α' πληθ. | χειραγωγηθήκαμε | θα χειραγωγηθούμε | να χειραγωγηθούμε | |||
β' πληθ. | χειραγωγηθήκατε | θα χειραγωγηθείτε | να χειραγωγηθείτε | χειραγωγηθείτε | ||
γ' πληθ. | χειραγωγήθηκαν χειραγωγηθήκαν(ε) |
θα χειραγωγηθούν(ε) | να χειραγωγηθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω χειραγωγηθεί | είχα χειραγωγηθεί | θα έχω χειραγωγηθεί | να έχω χειραγωγηθεί | χειραγωγημένος | |
β' ενικ. | έχεις χειραγωγηθεί | είχες χειραγωγηθεί | θα έχεις χειραγωγηθεί | να έχεις χειραγωγηθεί | ||
γ' ενικ. | έχει χειραγωγηθεί | είχε χειραγωγηθεί | θα έχει χειραγωγηθεί | να έχει χειραγωγηθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε χειραγωγηθεί | είχαμε χειραγωγηθεί | θα έχουμε χειραγωγηθεί | να έχουμε χειραγωγηθεί | ||
β' πληθ. | έχετε χειραγωγηθεί | είχατε χειραγωγηθεί | θα έχετε χειραγωγηθεί | να έχετε χειραγωγηθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν χειραγωγηθεί | είχαν χειραγωγηθεί | θα έχουν χειραγωγηθεί | να έχουν χειραγωγηθεί |
Μεταφράσεις
επεξεργασία χειραγωγούμαι
|