ορισμένως
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ορισμένως < αρχαία ελληνική ὡρισμένως[1] < ὡρισμένος, μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος ὁρίζω
Επίρρημα επεξεργασία
ορισμένως
Μεταφράσεις επεξεργασία
ορισμένως
|
- ↑ ὡρισμένως - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.