οπαλίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαοπαλίζω
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | οπαλίζω | οπάλιζα | θα οπαλίζω | να οπαλίζω | οπαλίζοντας | |
β' ενικ. | οπαλίζεις | οπάλιζες | θα οπαλίζεις | να οπαλίζεις | οπάλιζε | |
γ' ενικ. | οπαλίζει | οπάλιζε | θα οπαλίζει | να οπαλίζει | ||
α' πληθ. | οπαλίζουμε | οπαλίζαμε | θα οπαλίζουμε | να οπαλίζουμε | ||
β' πληθ. | οπαλίζετε | οπαλίζατε | θα οπαλίζετε | να οπαλίζετε | οπαλίζετε | |
γ' πληθ. | οπαλίζουν(ε) | οπάλιζαν οπαλίζαν(ε) |
θα οπαλίζουν(ε) | να οπαλίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | οπάλισα | θα οπαλίσω | να οπαλίσω | οπαλίσει | ||
β' ενικ. | οπάλισες | θα οπαλίσεις | να οπαλίσεις | οπάλισε | ||
γ' ενικ. | οπάλισε | θα οπαλίσει | να οπαλίσει | |||
α' πληθ. | οπαλίσαμε | θα οπαλίσουμε | να οπαλίσουμε | |||
β' πληθ. | οπαλίσατε | θα οπαλίσετε | να οπαλίσετε | οπαλίστε | ||
γ' πληθ. | οπάλισαν οπαλίσαν(ε) |
θα οπαλίσουν(ε) | να οπαλίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω οπαλίσει | είχα οπαλίσει | θα έχω οπαλίσει | να έχω οπαλίσει | ||
β' ενικ. | έχεις οπαλίσει | είχες οπαλίσει | θα έχεις οπαλίσει | να έχεις οπαλίσει | ||
γ' ενικ. | έχει οπαλίσει | είχε οπαλίσει | θα έχει οπαλίσει | να έχει οπαλίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε οπαλίσει | είχαμε οπαλίσει | θα έχουμε οπαλίσει | να έχουμε οπαλίσει | ||
β' πληθ. | έχετε οπαλίσει | είχατε οπαλίσει | θα έχετε οπαλίσει | να έχετε οπαλίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν οπαλίσει | είχαν οπαλίσει | θα έχουν οπαλίσει | να έχουν οπαλίσει |
|