Ετυμολογία

επεξεργασία
οξυρυγχιτική ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου οξυρυγχιτικός < Οξύρρυγχος

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

οξυρυγχιτική θηλυκό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία