οξυρυγχιτική
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- οξυρυγχιτική ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου οξυρυγχιτικός < Οξύρρυγχος
Ουσιαστικό
επεξεργασία
οξυρυγχιτική θηλυκό
Μεταφράσεις
επεξεργασία
οξυρυγχιτική