ομφαλοσκοπήσεις
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
ομφαλοσκοπήσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ομφαλοσκοπώ
- θα ομφαλοσκοπήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ομφαλοσκοπώ
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία
ομφαλοσκοπήσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ομφαλοσκόπηση