Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ομαλοποιούμαι < παθητική φωνή του ρήματος ομαλοποιώ

  Ρήμα επεξεργασία

ομαλοποιούμαι (στο τρίτο πρόσωπο, για αφηρημένες έννοιες ή επιφάνειες)

  1. επανέρχομαι σε φυσιολογικούς ρυθμους, εξομαλύνομαι
    ομαλοποιείται σιγά-σιγά η ζωή στην πόλη μετά από το πέρασμα του τυφώνα
  2. εξομαλύνομαι, γίνομαι επίπεδος
    η επιφάνεια στα ξύλινα παθαρυρόφυλλα προτού περαστεί με βερνίκι, πρέπει να ομαλοποιείται με τριβείο ή γυαλόχαρτο

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία