Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ομαλοποιώ < ομαλός + -ποιώ

  Ρήμα επεξεργασία

ομαλοποιώ

  Μεταφράσεις επεξεργασία

→ δείτε τη λέξη εξομαλύνω