ομαδοποιήσεις
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαομαδοποιήσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ομαδοποιώ
- θα ομαδοποιήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ομαδοποιώ
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασίαομαδοποιήσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ομαδοποίηση