οιμώζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- οιμώζω < αρχαία ελληνική οἰμώζω < οἴμοι < οἴ + μοι < (ηχομιμητική λέξη)
Ρήμα
επεξεργασίαοιμώζω
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη οίμοι
Μεταφράσεις
επεξεργασία οιμώζω
|
Δείτε επίσης : οἰμώζω |
οιμώζω
|