οικοφύλαξ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- οικοφύλαξ < αρχαία ελληνική οἰκοφύλαξ
Ουσιαστικό
επεξεργασίαοικοφύλαξ αρσενικό ή θηλυκό
- (αρχαιοπρεπές) ο φύλακας του οίκου
Μεταφράσεις
επεξεργασία οικοφύλαξ
οικοφύλαξ αρσενικό ή θηλυκό