Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

οικεία κακά < από τη φράση οἰκήια κακά του Ηροδότου
→ δείτε τις λέξεις οικείος και κακό (νέα ελληνικά)
→ δείτε τις λέξεις οἰκεῖος, κακόν και κακός (αρχαία ελληνικά)

  Έκφραση επεξεργασία

οικεία κακά ουδέτερο στον πληθυντικό

  1. οικογενειακά θλιβερά συμβάντα
  2. θλιβερά συμβάντα που αφορούν γένος ή λαό
Επί των τα οικεία κακά μάλλον αιρούμενων ή τα αλλότρια αγαθά (Σούιδας[1])