οίδα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- οίδα < αρχαία ελληνική οἶδα
Ρήμα
επεξεργασίαοίδα
- (αρχαιοπρεπές) γνωρίζω
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία οίδα
→ δείτε τη λέξη γνωρίζω |
Δείτε επίσης : οἶδα, οἴδα |
οίδα
→ δείτε τη λέξη γνωρίζω |