Δείτε επίσης: οίδα, οἶδα

  Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

οἴδα

  • β΄ πρόσωπο ενικού στην προστακτική του ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος οἰδέω