ξεϋφαίνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ξεϋφαίνω < ξε- + υφαίνω < αρχαία ελληνική ὑφαίνω
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /kse.iˈfe.no/
Ρήμα
επεξεργασίαξεϋφαίνω
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ξεϋφαίνω | ξεΰφαινα | θα ξεϋφαίνω | να ξεϋφαίνω | ξεϋφαίνοντας | |
β' ενικ. | ξεϋφαίνεις | ξεΰφαινες | θα ξεϋφαίνεις | να ξεϋφαίνεις | ξεΰφαινε | |
γ' ενικ. | ξεϋφαίνει | ξεΰφαινε | θα ξεϋφαίνει | να ξεϋφαίνει | ||
α' πληθ. | ξεϋφαίνουμε | ξεϋφαίναμε | θα ξεϋφαίνουμε | να ξεϋφαίνουμε | ||
β' πληθ. | ξεϋφαίνετε | ξεϋφαίνατε | θα ξεϋφαίνετε | να ξεϋφαίνετε | ξεϋφαίνετε | |
γ' πληθ. | ξεϋφαίνουν(ε) | ξεΰφαιναν ξεϋφαίναν(ε) |
θα ξεϋφαίνουν(ε) | να ξεϋφαίνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ξεΰφανα | θα ξεϋφάνω | να ξεϋφάνω | ξεϋφάνει | ||
β' ενικ. | ξεΰφανες | θα ξεϋφάνεις | να ξεϋφάνεις | ξεΰφανε | ||
γ' ενικ. | ξεΰφανε | θα ξεϋφάνει | να ξεϋφάνει | |||
α' πληθ. | ξεϋφάναμε | θα ξεϋφάνουμε | να ξεϋφάνουμε | |||
β' πληθ. | ξεϋφάνατε | θα ξεϋφάνετε | να ξεϋφάνετε | ξεϋφάνετε | ||
γ' πληθ. | ξεΰφαναν ξεϋφάναν(ε) |
θα ξεϋφάνουν(ε) | να ξεϋφάνουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ξεϋφάνει | είχα ξεϋφάνει | θα έχω ξεϋφάνει | να έχω ξεϋφάνει | ||
β' ενικ. | έχεις ξεϋφάνει | είχες ξεϋφάνει | θα έχεις ξεϋφάνει | να έχεις ξεϋφάνει | ||
γ' ενικ. | έχει ξεϋφάνει | είχε ξεϋφάνει | θα έχει ξεϋφάνει | να έχει ξεϋφάνει | ||
α' πληθ. | έχουμε ξεϋφάνει | είχαμε ξεϋφάνει | θα έχουμε ξεϋφάνει | να έχουμε ξεϋφάνει | ||
β' πληθ. | έχετε ξεϋφάνει | είχατε ξεϋφάνει | θα έχετε ξεϋφάνει | να έχετε ξεϋφάνει | ||
γ' πληθ. | έχουν ξεϋφάνει | είχαν ξεϋφάνει | θα έχουν ξεϋφάνει | να έχουν ξεϋφάνει |
|