Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ξεσύρω
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ρηματικός τύπος
επεξεργασία
ξεσύρω
(
να
,
όταν
,
για να
κ.λπ.
)
αʹ
ενικό
υποτακτικής
αορίστου
του ρήματος
ξεσέρνω
(
θα
)
αʹ
ενικό
οριστικής
στιγμιαίου
μέλλοντα
του ρήματος
ξεσέρνω