Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ξεροσταλιάζω <
  1. σταλιάζω
  2. παρετυμολόγηση από το σταλιά

  Ρήμα επεξεργασία

ξεροσταλιάζω

  1. περιμένω κάπου για ώρες κάτω από κακές συνθήκες
  2. (ειδικότερα) διψάω πολύ

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία