Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ξεδιακρίνω < ξε- + διακρίνω

  Ρήμα επεξεργασία

ξεδιακρίνω (παθητική φωνή: ξεδιακρίνομαι)

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία