Ετυμολογία

επεξεργασία
ξεγράφω < ξε- + γράφω

ξεγράφω

  1. διαγράφω, αφαιρώ κάτι ή κάποιον από έναν κατάλογο στον οποίο είχε καταγραφεί
  2. (μεταφορικά) διαγράφω κάποιον από ένα θεωρητικό κατάλογο π.χ. κατάλογο φίλων ή κατάλογο συγγενών, παύω να τον θεωρώ φίλο ή συγγενή
  3. (μεταφορικά) θεωρώ κάποιον ετοιμοθάνατο

Εκφράσεις

επεξεργασία
  • ότι γράφει δεν ξεγράφει

  Μεταφράσεις

επεξεργασία