ξεγράφω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαξεγράφω
- διαγράφω, αφαιρώ κάτι ή κάποιον από έναν κατάλογο στον οποίο είχε καταγραφεί
- (μεταφορικά) διαγράφω κάποιον από ένα θεωρητικό κατάλογο π.χ. κατάλογο φίλων ή κατάλογο συγγενών, παύω να τον θεωρώ φίλο ή συγγενή
- (μεταφορικά) θεωρώ κάποιον ετοιμοθάνατο
Εκφράσεις
επεξεργασία- ότι γράφει δεν ξεγράφει