ξαναστήνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαξαναστήνω παθητικό: ξαναστήνομαι για άψυχα (για έμψυχα ξαναστέκω και ξαναστέκομαι)
- βάζω πάλι κάτι όρθιο στη θέση του (π.χ. κάτι που είχε πέσει), ανορθώνω, αναστήνω
- Αμάν, πια σαν σίφουνας είσαι! Ξαναστήσ το τώρα το τραπέζι αφού το έριξες
- στήνω ξανά, ανασυστήνω κάτι που είχε διαλυθεί, αναστήνω (όχι όμως την έννοια του ανασταίνω και αναθρέφω), ανανεώνω
- Θα ξαναστήσουν την εταιρεία τους
- Θα ξαναστήσουν την επιχείρησή τους
Κλίση
επεξεργασία- Ενεστώτας Παρατατικός Μέλλοντας στιγ. και Μέλλ. εξακολ. Αόριστος Παρακείμενος Μετοχή
- Ενεργ. ξαναστήνω, ξανάστηνα, θα ξαναστήσω, θα ξαναστήνω, ξανάστησα, έχω ξαναστήσει, ξαναστήνοντας
- Παθ. ξαναστήνομαι, ξαναστηνόμουν, θα ξαναστηθώ, θα ξαναστήνομαι, ξαναστήθηκα, έχω ξαναστηθεί, ξαναστημένος