αναστήνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αναστήνω < μεσαιωνική ελληνική ἀναστήνω και ἀναστήννω και ἀνασταίνω < αρχαία ελληνική ἀνίστημι
Ρήμα
επεξεργασίααναστήνω
- άλλη γραφή του ανασταίνω, ξαναστήνω κάτι ψηλά, ξαναζωντανεύω κάτι-κάποιον, αναθρέφω