ξαγναντεύω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ξαγναντεύω μεσαιωνική ελληνική < ξε και ἀγναντεύω < ἀγνάντια < τα ἐγνάντια < τά ἐνάντια (τα απέναντι)
Ρήμα
επεξεργασίαξαγναντεύω
- παρατηρώ από ψηλό σημείο κάτι που βρίσκεται μακριά
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ξαγναντεύω | ξαγνάντευα | θα ξαγναντεύω | να ξαγναντεύω | ξαγναντεύοντας | |
β' ενικ. | ξαγναντεύεις | ξαγνάντευες | θα ξαγναντεύεις | να ξαγναντεύεις | ξαγνάντευε | |
γ' ενικ. | ξαγναντεύει | ξαγνάντευε | θα ξαγναντεύει | να ξαγναντεύει | ||
α' πληθ. | ξαγναντεύουμε | ξαγναντεύαμε | θα ξαγναντεύουμε | να ξαγναντεύουμε | ||
β' πληθ. | ξαγναντεύετε | ξαγναντεύατε | θα ξαγναντεύετε | να ξαγναντεύετε | ξαγναντεύετε | |
γ' πληθ. | ξαγναντεύουν(ε) | ξαγνάντευαν ξαγναντεύαν(ε) |
θα ξαγναντεύουν(ε) | να ξαγναντεύουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ξαγνάντεψα | θα ξαγναντέψω | να ξαγναντέψω | ξαγναντέψει | ||
β' ενικ. | ξαγνάντεψες | θα ξαγναντέψεις | να ξαγναντέψεις | ξαγνάντεψε | ||
γ' ενικ. | ξαγνάντεψε | θα ξαγναντέψει | να ξαγναντέψει | |||
α' πληθ. | ξαγναντέψαμε | θα ξαγναντέψουμε | να ξαγναντέψουμε | |||
β' πληθ. | ξαγναντέψατε | θα ξαγναντέψετε | να ξαγναντέψετε | ξαγναντέψτε | ||
γ' πληθ. | ξαγνάντεψαν ξαγναντέψαν(ε) |
θα ξαγναντέψουν(ε) | να ξαγναντέψουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ξαγναντέψει | είχα ξαγναντέψει | θα έχω ξαγναντέψει | να έχω ξαγναντέψει | ||
β' ενικ. | έχεις ξαγναντέψει | είχες ξαγναντέψει | θα έχεις ξαγναντέψει | να έχεις ξαγναντέψει | ||
γ' ενικ. | έχει ξαγναντέψει | είχε ξαγναντέψει | θα έχει ξαγναντέψει | να έχει ξαγναντέψει | ||
α' πληθ. | έχουμε ξαγναντέψει | είχαμε ξαγναντέψει | θα έχουμε ξαγναντέψει | να έχουμε ξαγναντέψει | ||
β' πληθ. | έχετε ξαγναντέψει | είχατε ξαγναντέψει | θα έχετε ξαγναντέψει | να έχετε ξαγναντέψει | ||
γ' πληθ. | έχουν ξαγναντέψει | είχαν ξαγναντέψει | θα έχουν ξαγναντέψει | να έχουν ξαγναντέψει |
|