Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ξαγναντεύω μεσαιωνική ελληνική < ξε και ἀγναντεύω < ἀγνάντια < τα ἐγνάντια < τά ἐνάντια (τα απέναντι)

  Ρήμα επεξεργασία

ξαγναντεύω

  • παρατηρώ από ψηλό σημείο κάτι που βρίσκεται μακριά


Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία