Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

νυμφαγωγέω < λείπει η ετυμολογία

  Ρήμα επεξεργασία

νυμφαγωγέω/νυμφαγωγῶ

  1. (ελληνιστική κοινή) οδηγώ τη νύφη στο σπίτι του γαμπρού
  2. (ελληνιστική κοινή) συνάπτω γάμο

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία