Ετυμολογία

επεξεργασία
νυμφαγωγός < νύμφη + -αγωγός (< ἄγω)

  Επίθετο

επεξεργασία

νυμφαγωγός -ός -όν

  1. που συνοδεύει τη νύφη στο σπίτι του γαμπρού
  2. (ως ουσιαστικό) προξενητής, κάποιος που διαπραγματεύεται έναν γάμο για λογαριασμό άλλου
     συνώνυμα: προξενητής, νυμφευτής