Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
νυμφαγωγός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά
(grc)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
νυμφαγωγός
<
νύμφη
+
-αγωγός
(<
ἄγω
)
Επίθετο
επεξεργασία
νυμφαγωγός -ός -όν
που συνοδεύει τη
νύφη
στο σπίτι του
γαμπρού
(ως ουσιαστικό) προξενητής, κάποιος που διαπραγματεύεται έναν γάμο για λογαριασμό άλλου
≈
συνώνυμα
:
προξενητής
,
νυμφευτής