ντιστριμπιτέρ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ντιστριμπιτέρ < (άμεσο δάνειο) γαλλική distributeur
Ουσιαστικό
επεξεργασίαντιστριμπιτέρ ουδέτερο άκλιτο
- διανομέας, εξάρτημα αυτοκινήτου με μηχανή εσωτερικής καύσης παλαιότερης τεχνολογίας, ειδικό καλώδιο που διανέμει ρεύμα διαδοχικά σε κάθε μπουζί
Μεταφράσεις
επεξεργασία ντιστριμπιτέρ