ντερσέκι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαντερσέκι ουδέτερο
- (ιδιωματικό) γωνία
- ※ Μιλτιάδης Μαλακάσης, Ο Μπαταριάς, (απόσπασμα), ※ @ebooks.edu.gr
- Κι ενώ τους έλεγεν αυτά, κι οι γύρω παρωρίτες,
σα σ' υπνοφαντασιά,
παίρναν το δρόμο του γιαλού, οι απανωπαζαρίτες,
κι οι κάτω τα ντερσέκια τα στενά,
μέσα στ' ανάφλογο το φως, άρχιζαν κι οι καμπάνες,
- Κι ενώ τους έλεγεν αυτά, κι οι γύρω παρωρίτες,
- ※ Μιλτιάδης Μαλακάσης, Ο Μπαταριάς, (απόσπασμα), ※ @ebooks.edu.gr
Πηγές
επεξεργασία- Ορφανός, Βασίλης (2020) Τουρκικά δάνεια στα Ελληνικά της Κρήτης, Propylaeum, Heidelberg University Library 2020 (DOI), download.σελ.1-405.pdf, 1η έκδοση:2014, σελ.232.