νιτσεϊκά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίρρημα
επεξεργασίανιτσεϊκά
Μεταφράσεις
επεξεργασία νιτσεϊκά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίανιτσεϊκά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του νιτσεϊκό
νιτσεϊκά
|
νιτσεϊκά