νεσκαφέ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίανεσκαφέ αρσενικό, στον ενικό άκλιτο
- (γενικότερα) ο στιγμιαίος καφές, είτε ως επεξεργασμένο προϊόν, είτε ως ρόφημα, κατά κανόνα ζεστό
- ※ Σαν να τον τσίμπησε μύγα, πετάχτηκε απ' το δωμάτιό τους με το σώβρακο κατά τις πέντε, ήπιε δυο απαντωτούς νεσκαφέδες κι ύστερα βγήκαν στους δρόμους. (Γιάννης Ξανθούλης (1984) Το καλοκαίρι που χάθηκε στο χειμώνα [μυθιστόρημα])
- (ειδικότερα) ο Nescafé, η συγκεκριμένη μάρκα καφέ