Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ναυτόφωνον < λόγιο ενδογενές δάνειο: (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική nautophone < αρχαία ελληνική ναυτό- + -φωνον

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ναυτόφωνον ουδέτερο

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία