Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

μπόσης < αγγλικά boss + -ης

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈbɔ.sis/

Ουσιαστικό επεξεργασία

μπόσης αρσενικό