μπόρεση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαμπόρεση θηλυκό
- (λογοτεχνικό) η δυνατότητα να κατορθώσω
- δέν έχω τη μπόρεση, δεν είναι της μπόρεσής μου
- ※ μια μπόρεση του απόμενε: γονατιστός να πέφτει (Κωστής Παλαμάς, Η Φλογέρα του Βασιλιά (1909-10), Λόγος 8ος, στίχος 308)
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- μπορεσάμενος (δημοτική)
- μπορετός
- και → δείτε τη λέξη μπορώ
Μεταφράσεις
επεξεργασία μπόρεση
|
Πηγές
επεξεργασία- μπόρεση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .