μπουκίτσες
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μπουκίτσες < πληθυντικός αριθμός του μπουκίτσα
Ουσιαστικό επεξεργασία
μπουκίτσες θηλυκό στον πληθυντικό
- κατηγορία λουκουμιών, μικρών σε μέγεθος
Μεταφράσεις επεξεργασία
μπουκίτσες
|
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία
μπουκίτσες
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του μπουκίτσα