μποτέ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μποτέ < γαλλική beauté < μέση γαλλική beauté < μεσαιωνική λατινική *bellitās (ομορφιά) < λατινική bellus (όμορφος)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμποτέ ουδέτερο άκλιτο
Μεταφράσεις
επεξεργασία μποτέ
|