μποσικάρω
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ρήμα επεξεργασία
μποσικάρω
- (μεταβατικό, λαϊκότροπο) κάνω κάτι μπόσικο, χαλαρώνω
- (αμετάβατο, λαϊκότροπο) γίνομαι μπόσικος, χαλαρώνω
Άλλες μορφές επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
μποσικάρω
|