Ετυμολογία

επεξεργασία
μπαρουτιάζω < μπαρούτ(ι) + -ιάζω < τουρκική barut

μπαρουτιάζω

  1. (μεταβατικό) εξοργίζω
    τι του είπες και τον μπαρούτιασες;
  2. (αμετάβατο) εξοργίζομαι
    όταν το έμαθε, μπαρούτιασε

  Μεταφράσεις

επεξεργασία