μπαρνταξής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μπαρνταξής < (άμεσο δάνειο) τουρκική bardakçı + -ς
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμπαρνταξής αρσενικό
Συγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- Ορφανός, Βασίλης (2020) Τουρκικά δάνεια στα Ελληνικά της Κρήτης, Propylaeum, Heidelberg University Library 2020 (DOI), download.σελ.1-405.pdf, 1η έκδοση:2014, σελ.183.