Ετυμολογία

επεξεργασία
μπαλαμουτιάζω < μπαλαμούτι + -ιάζω

μπαλαμουτιάζω

  1. (λαϊκότροπο) κουβεντιάζω με κάποιον προσπαθώντας να τον πείσω για κάτι, να τον εξαπατήσω
  2. (κατ’ επέκταση) φλερτάρω, ερωτοτροπώ

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία