Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

πείσω

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος πείθω
  2. θα πείσω: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος πείθω