Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

μουτλάκ < (άμεσο δάνειο) τουρκική mutlak (απόλυτος, απολύτως, οπωσδήποτε) < αραβική مطلق (muṭlaq) (απόλυτος, απεριόριστος, ελεύθερος)

  Επίρρημα επεξεργασία

μουτλάκ

  Μεταφράσεις επεξεργασία