Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

μοριακός δεσμός < μοριακός + δεσμός

  Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία

μοριακός δεσμός θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία