Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
μονογλώχιν
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Δείτε επίσης
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
μονογλώχιν
<
μονο-
+
αρχαία ελληνική
γλωχίν
Ουσιαστικό
επεξεργασία
μονογλώχιν
ουδέτερο
(
ανατομία
) (
ιατρική
)
αορτική
βαλβίδα
με
μία
γλωχίνα
, με
αποτέλεσμα
να προκαλείται
αορτική
στένωση
Δείτε επίσης
επεξεργασία
διγλώχιν
Μεταφράσεις
επεξεργασία
μονογλώχιν