Ετυμολογία

επεξεργασία
μισάλα < μισά(λι) + [1] (< προέλευσης από τη λατινική , → και δείτε τη λέξη μεσάλα)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /miˈsa.la/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μι‐σά‐λα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

μισάλα θηλυκό

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Αγγελική Ράλλη (2017), Λεξικό διαλεκτικής ποικιλίας Κυδωνιών, Μοσχονησίων & Βορειοανατολικής Λέσβου. Παλλήνη: Ελληνικό Ίδρυμα Ιστορικών Μελετών [ΙΔΙΣΜΕ]. ISBN 978-960-9789-06-6, σελ. 188.