Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

→ λείπει η κλίση

  Ετυμολογία επεξεργασία

μεσάλα < μεσαιωνική ελληνική μενσάλιον (και μεσάλιον, μεσάλιον, μινσάλιν) < μεσαιωνική λατινική mensale [ < λατινικά mensalium < λατινικά mensa (τραπέζι) ]

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μεσάλα θηλυκό

  1. (ιδιωματικό) τραπεζομάντιλο
  2. (ιδιωματικό) πετσέτα για το φαγητό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία

  • Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.