μεσάλι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μεσάλι < → δείτε τη λέξη μεσάλα (< προέλευσης από τη μεσαιωνική ελληνική < μεσαιωνική λατινική )
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμεσάλι ουδέτερο
- (ιδιωματικό) το τραπεζομάντηλο, ιδίως όχι το μεγάλο, και η πετσέτα για το φαγητό
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία μεσάλι
|
Πηγές
επεξεργασία- Κοντομίχης, Πανταζής (2001). Λεξικό του λευκαδίτικου γλωσσικού ιδιώματος (Ιδιωματικό - ερμηνευτικό - λαογραφικό) [Λαογραφικά Λευκάδας, αρ. 7], Αθήνα: Εκδόσεις Γρηγόρη.