μιλιούνια
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μιλιούνια < → δείτε τη λέξη μιλιούνι
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /mi.liˈu.ɲa/
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμιλιούνια ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- πληθυντικός αριθμός του μιλιούνι (στην ονομαστική, αιτιατική και την κλητική)
- (μεταφορικά) μεγάλη ποσότητα, μεγάλο πλήθος