Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

μεϊνάρω < μέιν + -άρω < (άμεσο δάνειο) αγγλική main

  Ρήμα επεξεργασία

μεϊνάρω , αόρ.: μεϊνάρισα/μέιναρα (χωρίς παθητική φωνή)

Όλοι οι μεταγκέιμερ μεϊνάρουν μπερσέρκερ.

Κλίση επεξεργασία

  • Δεύτεροι τύποι του αορίστου όπως ο παρατατικός: μέιναρα
  • Δεύτερος εξαρτημένος τύπος: μεϊνάρω

  Μεταφράσεις επεξεργασία