μεϊνάρω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μεϊνάρω < μέιν + -άρω < (άμεσο δάνειο) αγγλική main
Ρήμα
επεξεργασίαμεϊνάρω , αόρ.: μεϊνάρισα/μέιναρα (χωρίς παθητική φωνή)
- (διαδικτυακή αργκό, ανεπίσημο) έχω ένα χαρακτήρα ως μέιν σε διαδικτυακό παιχνίδι, χρησιμοποιώ κυρίως αυτόν τον χαρακτήρα
- ⮡ Όλοι οι μεταγκέιμερ μεϊνάρουν μπερσέρκερ.
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | μεϊνάρω | μέιναρα | θα μεϊνάρω | να μεϊνάρω | μεϊνάροντας | |
β' ενικ. | μεϊνάρεις | μέιναρες | θα μεϊνάρεις | να μεϊνάρεις | μέιναρε | |
γ' ενικ. | μεϊνάρει | μέιναρε | θα μεϊνάρει | να μεϊνάρει | ||
α' πληθ. | μεϊνάρουμε | μεϊνάραμε | θα μεϊνάρουμε | να μεϊνάρουμε | ||
β' πληθ. | μεϊνάρετε | μεϊνάρατε | θα μεϊνάρετε | να μεϊνάρετε | μεϊνάρετε | |
γ' πληθ. | μεϊνάρουν(ε) | μέιναραν μεϊνάραν(ε) |
θα μεϊνάρουν(ε) | να μεϊνάρουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | μεϊνάρισα | θα μεϊναρίσω | να μεϊναρίσω | μεϊναρίσει | ||
β' ενικ. | μεϊνάρισες | θα μεϊναρίσεις | να μεϊναρίσεις | μεϊνάρισε | ||
γ' ενικ. | μεϊνάρισε | θα μεϊναρίσει | να μεϊναρίσει | |||
α' πληθ. | μεϊναρίσαμε | θα μεϊναρίσουμε | να μεϊναρίσουμε | |||
β' πληθ. | μεϊναρίσατε | θα μεϊναρίσετε | να μεϊναρίσετε | μεϊναρίστε | ||
γ' πληθ. | μεϊνάρισαν μεϊναρίσαν(ε) |
θα μεϊναρίσουν(ε) | να μεϊναρίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω μεϊναρίσει | είχα μεϊναρίσει | θα έχω μεϊναρίσει | να έχω μεϊναρίσει | ||
β' ενικ. | έχεις μεϊναρίσει | είχες μεϊναρίσει | θα έχεις μεϊναρίσει | να έχεις μεϊναρίσει | ||
γ' ενικ. | έχει μεϊναρίσει | είχε μεϊναρίσει | θα έχει μεϊναρίσει | να έχει μεϊναρίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε μεϊναρίσει | είχαμε μεϊναρίσει | θα έχουμε μεϊναρίσει | να έχουμε μεϊναρίσει | ||
β' πληθ. | έχετε μεϊναρίσει | είχατε μεϊναρίσει | θα έχετε μεϊναρίσει | να έχετε μεϊναρίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν μεϊναρίσει | είχαν μεϊναρίσει | θα έχουν μεϊναρίσει | να έχουν μεϊναρίσει |
|